ἡμιασσάριον

ἡμιασσάριον
ἡμι-ασσάριον, τό,
A half-as, Lat. semissis, Plb.2.15.6, Head Hist.Num.2 601.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ημιασσάριον — ἡμιασσάριον, τὸ (Α) το ήμισυ ασσάριο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ασσάριο «ρωμαϊκό νόμισμα»] …   Dictionary of Greek

  • ἡμιασσαρίου — ἡμιασσάριον half as neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”